Κουρήτων E.Ba.120
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαλάμευμα — θαλάμευμα, το (Α) [θαλαμεύω] θάλαμος («ὦ θαλάμευμα Κουρήτων», Ευρ.) … Dictionary of Greek
θαλάμευμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)